Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τον παίζω στα

  • 1 παίζω

    (αόρ. έπαιξα, παθ. αόρ. (ε)παίχτηκα и επαίχθην) 1. μετ. в разн. знач играть;

    παίζω χαρτιά — играть в карты;

    παίζω κρυφτό (ποδόσφαιρο) — играть в прятки (в футбол);

    παίζω βιολί — играть на скрипке;

    αύριο θα παίξουν άλλο έργο завтра покажут новый фильм;

    παίζω (τον) ρόλο прям., перен. — играть роль;

    αυτή παίζει την 'Ηλέκτρα — она играет Электру;

    § μας παίζει τον παπά — он прикидывается (дурачком), хитрит, пытается нас обмануть;

    του την επαιξε он его надул, обманул;

    τα παίζω κορώνα γράμματα — ставить всё на карту; — ставить жизнь на карту;

    (τα) παίζω στα δάχτυλα — в совершенстве владеть чём-л.; — знать как свои пять пальцев что-л.;

    τον παίζω στα δάχτυλα — а) обращаться с кем-л. как с игрушкой; — б) быть лучше, выше кого-л.;

    2. αμετ.
    1) шутить, подшучивать;

    εγώ δεν παίζω — я не шучу;

    δεν (или όχι) παίζουμε не будем шутки шутить, я вовсе не шучу, это не шутки;
    2) играть (в карты, азартные игры, на скачках); παίξε ходи, твой ход (в игре);

    παίζ στο χρηματιστήριο — играть на бирже;

    3) играть, забавляться; развлекаться;

    τα παίζω με κάποιον — флиртовать с кем-л.;

    4) колыхаться (о листьях, знамени, пламени); подрагивать, дрожать (о свете и т. п.);
    5) шататься (о гвозде и т. п.); болтаться (о ботинках и т. п.);

    § παίζει το μάτι — глаз, веко подрагивает;

    δεν είναι παίξε — γέλασε это дело не шуточное, это не игрушки (о трудной работе);
    τίς επαιξαν они подрались; του τίς έπαιξε он его поколотил;

    παίζομαι

    1) — идти (на сцене);

    παίζεται το έργο... идёт пьеса (фильм)...;
    2) разыгрываться (о лотерее и т. п.)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παίζω

  • 2 δάκτυλο

    τό
    1) палец;

    μεγάλο ( — или χονδρό) δάκτυλ — большой па'лец;

    δεύτερο δάκτυλ — указательный палец;

    μέσο ( — или μεσαίο) δάκτυλο — средний палец;

    παράμεσο δάκτυλο — безымянный палец;

    μικρό δάκτυλο — мизинец;

    δάκτυλο του ποδιού — палец ноги;

    δείχνω με το δάκτυλο — показывать пальцем;

    2) величиной с палец;

    ένα δάκτυλο σκόνη — пыль толщиной в палец;

    3) перен. капелька, чуточка;

    6*να δάκτυλο κρασί — немного вина, капля вина;

    § μετρίουνται στα δάκτυλα — можно по пальцам пересчитать;

    τον παίζω στα δάκτυλα — он у меня в руках;

    τό ξέρω ( — или παίζω) στα δάκτυλα — знать как свои пять пальцев;

    κρύβομαι πίσω από το δάκτυλο μου стараться скрыть то, что всем известно; прятать голову как страус;
    δέ[ν] μύρισα τα δάκτυλα μου я не мог этого предвидеть

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > δάκτυλο

См. также в других словарях:

  • παίζω — (ΑΜ παίζω, Α δωρ. τ. παίσδω) 1. διασκεδάζω, ψυχαγωγούμαι (α. «κρύψε μάννα, το παιδί που στο πλευρό του παίζει», Παλαμ. β. «ἔπαιζε δὲ μετ ἄλλων ἡλίκων ἐν ὁδῷ», Ηρόδ.) 2. περνώ ευχάριστα την ώρα μου με διάφορα παιχνίδια (α. «παίζω τάβλι» β.… …   Dictionary of Greek

  • παίζω — έπαιξα, παίχτηκα, παιγμένος, αμτβ. 1. ασχολούμαι με παιχνίδι για διασκέδαση, ψυχαγωγούμαι, περνώ την ώρα μου: Τα παιδιά δεν πρέπει να παίζουν στο δρόμο. 2. κινούμαι, σαλεύω: Σήμερα παίζει το μάτι μου. 3. μεταβάλλομαι εύκολα, δεν είμαι σταθερός: Ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπατάρω — και μπατέρνω (Μ μπατάρω και ἀμπατάρω) νεοελλ. 1. κλίνω προς τη μια πλευρά, γέρνω 2. ανατρέπομαι, βυθίζομαι («μπατάρησε η βάρκα») 3. ανατρέπω, αναποδογυρίζω, τουμπάρω («μπατάρησε τη βάρκα για να τήν καθαρίσει») 4. φέρνω κάποιον σε εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… …   Dictionary of Greek

  • χάνω — ΝΜ 1. παύω να έχω κάτι («έχασα το πορτοφόλι μου») 2. στερούμαι ένα πρόσωπο λόγω θανάτου του (α. «πέρασε ένας χρόνος από τότε που έχασε το παιδί της» β. «πῶς τοῦτο ἐσυνέβηκεν, ἐχάσαμέν σε νέαν», Διγεν. Ακρ.) 3. μέσ. χάνομαι α) εξαφανίζομαι β)… …   Dictionary of Greek

  • καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… …   Dictionary of Greek

  • σκηνή — I Φορητή μορφή κατοικίας από ύφασμα, η οποία στήνεται στο έδαφος με τη βοήθεια σχοινιών και πασσάλων. Χρησιμοποιείται κυρίως για πρόχειρη στέγαση στρατιωτών, σεισμοπαθών, εκδρομέων κλπ. Το ύφασμα της σ. συγκρατείται από ειδικούς οριζόντιους και… …   Dictionary of Greek

  • συγκοτταβίζω — Α παίζω τον κότταβο μαζί με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κοτταβίζω «παίζω τον κότταβο» (< κότταβος «παιχνίδι που έπαιζαν στα συμπόσια»)] …   Dictionary of Greek

  • ρυθμός — Συμμετρική περιοδικότητα μέσα στον χρόνο. Στη μουσική ιδιαίτερα, τέχνη που βασικά εξελίσσεται μέσα στη διάσταση του χρόνου, ο ρ. είναι το ουσιαστικότερο συστατικό της στοιχείο –ίσως μάλιστα και να υπήρξε η πρώτη πηγή της– που γίνεται αισθητό με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»